Ενθαρρυντικά είναι τα αποτελέσματα των δοκιμών της εικονικής πραγματικότητας στη θεραπεία της κατάθλιψης από βρετανούς και ισπανούς επιστήμονες, καθώς τα συμπτώματα της νόσου μειώνονται και οι ασθενείς γίνονται λιγότερο επικριτικοί απέναντι στον εαυτό τους.
Η τεχνική είχε αρχικά δοκιμασθεί σε υγιείς εθελοντές και το επόμενο βήμα ήταν η δοκιμή της σε άτομα με κατάθλιψη. Οι ερευνητές του University College του Λονδίνου (UCL) και του Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης, με επικεφαλής τον καθηγητή κλινικής ψυχολογίας Κρις Μπρούιν, που έκαναν τη δημοσίευση στο βρετανικό περιοδικό ψυχιατρικής «British Journal of Psychiatry», πειραματίστηκαν με 15 ασθενείς ηλικίας 23 έως 61 ετών.
Ένα μήνα μετά την έναρξη της θεραπείας, εννέα ασθενείς εμφάνισαν υποχώρηση των συμπτωμάτων και τέσσερις μία κλινικά σημαντική μείωση στη σοβαρότητα της κατάθλιψής τους.
Οι ασθενείς φοράνε στο κεφάλι τους μια ειδική «κάσκα» εικονικής πραγματικότητας, που τους επιτρέπει να κινούνται σε ένα ψηφιακό κόσμο, έχοντας εικονικό σώμα και εικονική προσωπικότητα («αβατάρ»). Σταδιακά, αποκτούν την ψευδαίσθηση ότι πρόκειται για το ίδιο το σώμα τους και ότι οι ίδιοι βρίσκονται μέσα σε αυτό.
Όσο βρίσκονται μέσα στο ψηφιακό «αβατάρ», οι ασθενείς εκπαιδεύονται να εκφράζουν συμπόνια σε ένα δυστυχισμένο -επίσης ψηφιακό- παιδί. Μιλώντας με το παιδί -πάντα μέσα στο εικονικό περιβάλλον- αυτό σταδιακά σταματά να κλαίει και αρχίζει να αντιδρά θετικά στη συμπόνια του ασθενούς. Μετά από λίγο, η κατάσταση αντιστρέφεται και οι ασθενείς «μπαίνουν» στο εικονικό σώμα του παιδιού, ακούγοντας τα συμπονετικά λόγια του ενήλικου «αβατάρ». Αυτό το οκτάλεπτο σενάριο επαναλαμβάνεται τρεις φορές την εβδομάδα.
«Οι άνθρωποι που έχουν άγχος και κατάθλιψη, μπορεί να γίνουν υπερβολικά επικριτικοί με τον εαυτό τους, όταν τα πράγματα πάνε άσχημα στη ζωή τους. Η μελέτη μας δείχνει ότι, ανακουφίζοντας το ψηφιακό παιδί και μετά ακούγοντας τα ίδια τα ανακουφιστικά λόγια τους, οι ασθενείς έμμεσα εκφράζουν συμπόνια στον εαυτό τους. Αρκετοί δήλωσαν μετά ότι η εμπειρία άλλαξε τον τρόπο που αντιδρούσαν στην πραγματική ζωή τους», δήλωσε ο Μπρούιν.
Αν και ενθαρρυντική, η μελέτη έγινε σε μικρό δείγμα ασθενών, χωρίς να υπάρχει δεύτερη ομάδα ελέγχου για λόγους σύγκρισης. Έτσι, σχεδιάζεται μια μεγαλύτερη κλινική δοκιμή, για να διαπιστωθεί κατά πόσο όντως η τεχνική μπορεί να αξιοποιηθεί ευρέως στο μέλλον.
πηγή:medicalnews.gr