Πολλά γράφονται για το «δημοσιονομικό κενό» και τον τρόπο κάλυψής του, με τις κυβερνητικές προτάσεις να μην πείθουν τους ελεγκτές των δανειστών μας. Όμως η μεγαλύτερη ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της χώρας και στις προοπτικές σωτηρίας της είναι ένα άλλο «κενό»: Το πολιτικό. Αυτό είναι προϊόν της βαθύτατης κρίσης του κομματικού συστήματος. Διότι, όπως σημείωνα την περασμένη εβδομάδα στην «Η», «η εστία της κρίσης είναι το κομματικό σύστημα και το
πολιτικό σύστημα είναι το θύμα του». Αυτές τις ημέρες, με την ανάληψη της Προεδρίας της Ε.Ε., το «πολιτικό κενό» έγινε κραυγαλέα ορατό.
Σε άρθρο του («Καθημερινή», 12-1-14), ο Αλέκος Παπαδόπουλος γράφει σκληρές αλήθειες. Αναφορικά με την οικονομία σημειώνει πως ακόμη κι αν δεν συμβεί κάποιο «ατύχημα», η χώρα μεσοπρόθεσμα θα βιώνει το «φάσμα κατάρρευσης παραγωγικών πεδίων της πραγματικής οικονομίας». Γι’ αυτό προτείνει, αμέσως μετά τις ευρωεκλογές, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, να...
αρχίσει «η διαδικασία της εθνικής συνεννόησης». Όμως, με το παθογενές κομματικό σύστημα, το δέον αποτελεί μακρινή οπτασία. Τούτο επιβεβαιώνεται πανηγυρικά και από τη συμπεριφορά του κομματικού συστήματος στην έναρξη της Ελληνικής Προεδρίας της Ε.Ε., όπου η πόλωση έσπασε κάθε φράγμα.
Η μη συμμετοχή της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην τελετή έναρξης είναι αδιανόητη. Στέλνει τα χειρότερα μηνύματα στην Ευρώπη, και μάλιστα σε μια εποχή, που ο Αλέξης Τσίπρας προσπαθεί να χτίσει μια «ευρωπαϊκή εικόνα» - και καλώς πράττει. Μεγάλο είναι το ολίσθημα του πρωθυπουργού ο οποίος μετέτρεψε την τελετή σε προεκλογικό forum με το δίλημμα των ευρωεκλογών που έθεσε άκαιρα. Πρόσθετη ζημιά στη χώρα προκάλεσαν κυβερνητικοί προπαγανδιστές οι οποίοι επιχείρησαν να συνδέσουν τον ΣΥΡΙΖΑ με την τρομοκρατία. Τα δύο μεγαλύτερα κόμματα επιβεβαίωσαν στους δανειστές μας, ότι είναι πολύ κατώτερα των μεγάλων προκλήσεων της χώρας.
Η ειρωνεία είναι πως οι δύο πλευρές δεν ωφελούνται ούτε καν μικροκομματικά από τα καμώματά τους. Η πόλωση που καλλιεργούν παρουσιάζεται ως «δυναμική αντίδραση», ενώ αποτελεί προϊόν αδυναμίας. Με την οξύτητα και την πόλωση προσπαθούν απλώς να συσπειρώσουν τον πιο σκληρό πυρήνα των ψηφοφόρων τους. Από τη μία πλευρά, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ φθείρονται ραγδαία και αντιδρούν σπασμωδικά καλλιεργώντας το συναίσθημα του φόβου και κινδυνολογούν ασύστολα κατά του αντιπάλου τους. Από την πλευρά του ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ οι συγκυρίες προσφέρονται για εκτόξευσή του, αγκομαχά κερδίζοντας λίγους πόντους. Το αγκομαχητό του αυτό τον οδηγεί επίσης σε ανάλογες σπασμωδικές αντιδράσεις. Για να κερδίσει λίγο ακόμη έδαφος, δαιμονοποιεί τους αντιπάλους του και καλλιεργεί ένα τυφλό συναίσθημα οργής εναντίον τους.
Η κυβέρνηση θα κέρδιζε έδαφος αν κρατούσε χαμηλούς τόνους και επικεντρωνόταν στο να πείσει με τη διαχειριστική της επάρκεια και τη μεταρρυθμιστική της βούληση. Η αξιωματική αντιπολίτευση θα διεύρυνε αισθητά την επιρροή της στο ζωτικό μεσαίο χώρο, αν συμπεριφερόταν υπεύθυνα, χωρίς λαϊκίστικες κορώνες και παρουσίαζε ρεαλιστικές προτάσεις.
Επειδή όμως ούτε η μία ούτε η άλλη πλευρά πληροί τους όρους αυτούς, οι ψηφοφόροι δεν εμπιστεύονται καμία και μάλιστα με πρωτοφανή ποσοστά. Και επειδή οι δύο πλευρές δεν διαθέτουν αυτόνομη αξιοπιστία, επενδύουν σε ακραία συναισθήματα κατά των αντιπάλων τους. Ανοίγουν έτσι ένα θεόρατο πολιτικό κενό στο οποίο πέφτει η ίδια η χώρα.
πηγή: stithoskopio